Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΛΥΜΠΙΟΥΣ(1826).


Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΛΥΜΠΙΟΥΣ στὶς 14 Ἰουνίου 1826.

τοῦ Ναθαναὴλ Ἰωάννου[1]

         «Οἱ δὲ Καρατασαίοι, Ὀλυμπῖται, καὶ ἄλλοι ἐξ ἄλλων μερῶν ὤκησαν τὴν παραλίαν τῆς Σκιάθου καὶ κύριοι ἐγένοντο αὐτῆς, οἱ δὲ Σκιάθιοι ὤκουν τὸ φρούριον˙ καὶ οὕτως οἱ μὲν τὸ μεσημβρινόν, οἱ δὲ τὸ βόρειον τῆς νήσου κατεῖχον. Ἀλλ᾿  οἱ μεσημβρινοὶ ἀπόφασιν ἐποίησαν, ἵνα καὶ τὸ φρούριον θέσωσιν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν των, τὶς οἶδε τὸν σκοπὸν αὐτῶν; ὁ Κύριος ἔγνω. Διὸ εἰς τελείαν ἐπιτυχίαν τῆς ἐπιχειρήσεώς τονσυννενοήθησαν, ὡς ἐξάγεται ἐκ τῶν κανωτέρω, καί μέ τινας ἐκ τῶν προὐχόντων τῆς Σκιάθου, διαμενόντων ἐντὸς τοῦ φρουρίου. Προέβησαν λοιπόν αὐθωρεὶ εἰς τὴν ἐπιχείρησιν καὶ ἀπόφασιν αὐτῶν, καὶ κατὰ πάντα ὡμοφώνησαν οἱ ἐφεξῆς ὁπλαρχηγοί, ὁ Καρατάσος, ὁ Βελέντζας, ὁ Καραπαρίσης, ὁ Θωμᾶς, ὁ Τσάμης καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Φραγκογιαννάκης˙ ὁ δὲ Γάτσος ἠναντιοῦτο μόνος κατὰ τῆς ἀποφάσεως αὐτῶν καὶ οὐδέποτε συνήνει εἰς τὰς τῶν ἄλλων βλαβερὰς σκέψεις κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του. Διὰ τοῦτο ἀφῆκαν αὐτὸν ἔξω τῆς τελευταίας αὐτῶν σκέψεως καὶ ἀποφάσεως. Καὶ παρατήρησον, ἀναγνῶστα, τίνι τρόπῳ ἐμηχανεύθησαν τὴν κυρίευσιν τοῦ φρουρίου.


Ὁ ὁπλαρχηγός Ἀγγελῆς Γάτσος (1771-1839)

          Πρὶν ἢ κινήσωσι κατὰ τοῦ φρουρίου, οἱ εἰρημένοι ὁπλαρχηγοὶ μετέβησαν εἰς τὴν μονὴν τῆς Εὐαγγελιστρίας, ἡγουμενεύοντος τότε τοῦ Ἀλυπίου, οἵτινες ἐνώπιον αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου πάντες ὡρκίσθησαν, ὀλίγας ἡμέρας πρὸ τῶν Ἁγίων Πάντων. Ἐν τῇ ὁρκοδοσίᾳ αὐτῶν ὑπέσχοντο, ὅτι οὐδένα τῶν Σκιαθίων θέλουσι βλάψει ἢ ἐγγίσει τι ἐκ τῆς περιουσίας αὐτῶν, ἢ ἀθέμιτόν τι νὰ συμβῇ˙ ἀλλὰ λόγῳ μόνῳ ἐχρῶντο, ἵνα καὶ οὗτοι τὰς οἰκογενείας των ἀσφαλίσωσιν ἐν τῷ φρουρίῳ. Μετὰ δὲ τὴν ὑπ᾿  αὐτῶν δοθεῖσαν ὁρκοδοσίαν ἀπῆλθον τῆς μονῆς καὶ ἀφ᾿  ἑσπέρας τῶν Ἁγίων Πάντων ἐκίνησαν διὰ τῆς ξηρᾶς καὶ θαλάσσης κατὰ τοῦ Σκιαθίου φρουρίου˙ μέσον δὲ νυκτὸς φθάσαντες ἐκεῖ ἀπέβησάν τινες ἐπὶ τῶν νησυδρίων πρῶτον.
           Οἱ φρουροὶ ἐκ τοῦ φρουρίου ἄνωθεν, τέσσαρες ὄντες, ἐξ ὧν οἱ μὲν δύο ἐκοιμῶντο, οἱ δὲ ἕτεροι δύο ἐγρηγόρουν, ἑώρων αὐτοὺς καὶ τὴν λέμβον˙ οἱ ἐγρηγορότες φρουροὶ ἦσαν ὁ Ἰω. Κρατερίτσας καὶ ὁ Ν. Ξανθῆς˙ καὶ ἐν πρώτοις ἐσίγησαν, εἶτα ἠρώτησαν «τὶ βάρκα εἶσθε;» οἱ αὐτοὶ ἐπανειλημμένως ἀπεκρίθησαν ἐν ἑαυτοῖς «καλή, καλή», ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς βάρκας ἀπεκρίθησαν «καλή», καὶ πάλιν οἱ φορυροὶ ἠρώτησαν «ποῦ πηγαίνετε, εἰς τὴν Κεχριὰ ν᾿  ἀλέσητε;», «Ναί, ν᾿  άλέσωμε πᾶμε εἰς τὴν Κεχριὰ». Ἐκ τούτων ἀλωθῶς βεβαιοῦται ἡ ἐκ τῶν ἔσω καὶ ἔξω συννενόησις, διότι μετὰ τὴν συνέντευξιν τῶν ἐν τῇ λέμβῳ καὶ τῶν φρουρῶν, ἡ λέμβος ἐπλησίασεν ἀφόβως ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ βράχου, ἐφ᾿  οὗ πρὼτος ἀπέβη ὁ Ἰωάννης Κουπουρνιώτης.
        Οἱ φρουροὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐπὶ τοῦ τείχους τοῦ φρουρίου εἶπον «βρέ, τι γκιώσα (προβατίνα) εἶναι αὐτή». Ἐφόρει δὲ φλοκάταν λευκὴν καὶ ἐφαίνετο τοιοῦτος, διότι καὶ περιεπάτει τετραποδιστί. β΄ ὁ Δ. Καραπαρίσης, γ΄ ὁ Ἰωάννης Βελέντζας. Οὖτος δέσας ἑαυτὸν διὰ σχοινίου, εἱλκύετο ὑπὸ τῶν πρὸ αὐτοῦ ἀναβάντων˙ ἐνῷ δὲ εἱλκύετο λίθου κοπέντος ἄνωθεν ἀπὸ τοῦ  τείχους καὶ εὑρόντος αὐτὸν ἐπὶ τοῦ στήθους, οὐκ ὀλίγον ἐδειλίασε, νομίσας, ὅτι ἄνθρωποι τὸν ἔρριψαν ἐπ᾿  αὐτοῦ. δ΄ ὁ Θωμᾶς, καὶ καθεξῆς˙ οἱ πάντες εἴκοσι ἐγένοντο.
          Ἀφοῦ δὲ εἰσῆλθον ἔσπευσαν καὶ κατέλαβον τὸ κανόνιον καὶ ἔμενον παρ᾿  αὐτῷ μέχρι τῆς πρωΐας. Τὴν δὲ πωΐαν ὁ Μ. Παυλίνης ἤρξατο νὰ πυροβολῇ κατὰ τῶν ληστῶν, ἀλλὰ καὶ οἱ λησταὶ ἐκ τοῦ μέρους, ὅπου εὑρέθησαν, ἀντεπυροβόλουν. Ὁ δὲ Κ. Ἀλεξ. Λογοθέτης ἀκούσαν τὸν πυροβολισμὸν ἐξῆλθε καὶ ἐπορεύετο εἰς τὴν πύλην τοῦ φρουρίου, ἵνα σκοπεύσῃ˙ ἐκεῖ δὲ αἴφνης οἱ ἔξωθεν τοῦ φρουρίου ἱστάμενοι ἰδόντες αὐτὸν ἐξ ὀπῆς τινὸς τὸν ἐπυροβόλησαν, ὃν καὶ νεκρὸν ἀφῆκαν χαμαί. Περὶ δὲ τὸ λυκαυγὲς ἐκ τε τοῦ νησυδρίου, τῆς ξηρᾶας, καὶ ἐκ τοῦ μέρους ἐκείνου, τοῦ ἐντὸς τοῦ φρουρίου, ὅπερ ὁ Βελέντζας εἶχε καταλάβει, ἤρξαντο πάντες ἀπὸ μιᾶς τὸν πυροβολισμὸν μετ᾿  ἀλαλαγμοῦ.
          Οἱ Σκιάθιοι ἀκούσαντες ἐκ τριῶν μερῶν τὸν πυροβολισμὸν συνωδευμένον καὶ μετ᾿  ἀλαλαγμοῦ, ἐταράχθησαν καὶ ἔντρομοι ἐγένοντο καὶ μάλιστα, ὅτε εἶδον τοὺς ληστὰς ἐπὶ τοῦ φρουρίου˙ πλὴν συνήχθησαν ἕως τριάκοντα καὶ ἤρχοντο ἵνα ὠθήσωσιν αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ τείχους. Ἀλλ᾿  ὁ Βελέντζας ἰδὼν αὐτοὺ ὁδεύοντας κατ᾿  αὐτοῦ ἔστειλεν ἕνα ἐκ τῶν φρουρῶν, ὃν εἶχε συλλάβει, τὸν Ν. Λοῦσον, ἵνα τοῖς εἴπῃ νὰ προσκυνήσωσιν. Ὁ δὲ πορευόμενος ἀπήντησεν αὐτοὺς εἰς τὸ μέσον τοῦ φρουρίου, καὶ διαστρέψας δὲν ὡμίλησαν ἀπὸ μέρους τοῦ Βελέντζα, ἀλλὰ τὴν ἑαυτοῦ ἐπρόσθεσεν ἐντολήν, εἰπὼν «ποῦ πᾶτε τώρα εἶναι διακόσιοι περίπου, καὶ δὲν δύνασθε νὰ κάμητε τίποτε, μόνον δότε τὰ κλειδία τοῦ κάστρου, ἵνα σωθῆτε».
          Ταῦτα δὲ ἀκούσαντες οἱ Σκιάθιοι ἀπό τοῦ ἀποστόλου τοῦ Βελέντζα, τοῦ Ν. Λούσου, ἔμειναν ἔκθαμβοι καὶ πέμψαντες παραχρῆμα προσεκάλεσαν τὸν Δ. Τσάμην, ὅπως παραδώσωσι τὰς κλεῖς τοῦ φρουρίου αὐτῷ, ὃν ἢ ὡς υἱὸν τοῦ Καρατάσου προετίμησαν, ἢ ὡς ἐπιεικέστερον καὶ συμπαθῆ ἐξελέξαντο. Ἡμεῖς τὸ δεύτερον ἀποδεχόμεθα, διότι εἰς πολλὰς περιστάσεις, ἐδείχθη συμπαθέστερος τοῦ πατρός του˙ τοιούτον δὲ λέγουσιν οἱ Σκιάθιοι καὶ νῦν.
         
Ὁ Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος (1798-1861), γυιὸς τοῦ Τάσου Καρατάσου.


 Ὁ δὲ Τσάμης δεξάμενος τὴν πρόσκλησιν τῶν Σκιαθίων, ἐξῆλθε τοῦ προμαχῶνος καὶ πρὸς τὸ φρούριον ἐβάδιζεν, ἵνα τὰς κλεῖς αὐτοῦ λάβῃ. Ἐνῷ δὲ ἐβάδιζεν ἠπίως, ὁ Κωνσταντῖνος Παπᾶ Ἰωάννου εἶδεν αὐτὸν ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ Καρπέτου καὶ πυροβολήσας ἐπιτυχῶς εὗρε τὸν Τσάμην παρὰ τῷ ὀμφαλῷ ἀριστερά, ὅστις ἀγρίαν φωνὴν ἀφεὶς εἰς τοὺς στρατιώτας του εἶπε «χαρὰμ νὰ σᾶς γένῃ, ὅσοι ἐφάγατε τὸ ψωμὶ τοῦ πατρὸς μου καὶ τὸ ἰδικόν μου, σπαθὶ βάλετε εἰς τοὺς Σκιαθίτας καὶ κάτω ἀπὸ τοὺς βράχους κρημνίσατέ τους».
          Μετὰ δὲ τούτοις τοῖς λόγοις καὶ ἀγγελιοφόρος εἰς τὸν Πατέρα τοῦ Καρατάσον έπέμφθη παραχρῆμα. Ὁ δὲ ἀκούσας τὸ ἀπροσδόκητον συμβὰν εἰς τὸν υἱόν του ἐταράχθη, καὶ ὅλως ἔξω φρενῶν ἐγένετο, καὶ οὗτος μετ᾿  ὀργῆς, ἀγανακτήσεως μεγάλης καὶ θυμοῦ άλογίστου εἶπεν «ἀπὸ τριῶν χρονῶν καὶ ἐπάνω Σκιαθίτην μὴν ἀφήσετε, νὰ τοὺς ρίψετε ὅλους κάτω ἀπὸ τοὺς βρ΄χους, ἐὰν ἐσκοτώθηκεν ὁ υἱός μου ὁ Τσάμης». Ποῦ ἱσχῦς τοῦ ὅρκου; ποῦ ἡ δοθεῖσα ὑπόσχεσις ἐπὶ τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου; τὶς ἐνθυμεῖται αὐτήν; τίς φυλάττει τὸν ὅρκον; σπαθὶ κελεύει ὁ εἷς, κάτω ἀπὸ τοὺς βράχους βοᾷ ὁ ἄλλος˙ τρόμος καταλαμβάνει τοὺς Σκιαθίους.


Ὁ ὁπλαρχηγὸς Ἀναστάσιος (Τάσος) Καρατάσος (1764 - 1830)

          Ἀλλ᾿  ἀγαθῇ τύχῃ αὐτῶν καὶ δὲν ἔπαθέ τι, διότι ὁ διὰ τὰ πιστόλια ἐκ δέρματος πτυχωτὸς ζωστὴρ (τὸ λεγόμενον σελάχι, τόκες καὶ τὸ χαρμπί του) ἐμπόδισε τὴν ὁρμὴν τῆς σφαίρας, ἔπειτα εἰς τὸν ἐσωτερικότερον ζωστῆρα (κιμέρι) ἔπεσεν ἐπὶ ταλλήρου καὶ ἐστάθη, καὶ οὕτω τὸ τάλληρον ὠθήθη μικρὸν καὶ μετεβλήθη τοῦ μέρους ἐκείνου τὸ φυσικὸν τῆς σαρκὸς χρῶμα εἰς ἐρυθρομέλαν. Ὁ δὲ Τσάμης ἀποδειλιάσας καὶ γυμνωθεὶς παρετήρησε τὸ τραῦμα του, καὶ ἀφοῦ εἶδεν ὅτι δὲν ὑπῆρχε τοιοῦτόν τι, εἰρήνευσε καὶ συνήλθε ὁπωσοὺν εἰς ἑαυτόν. Ἔπειτα εἷς τῶν προκρίτων ἐπὶ πινακίου προσήνεγκε τὰς κλεῖς, καὶ ἐπομένως εἰσῆλθεν ἐν πομπῇ εἰς τὸ Σκιάθιον φρούριον τὴν 14 Ἰουνίου 1826, ὅστις καὶ τὴν κάκωσιν τῆς προηγουμένης διατάξεώς του ἀνέστειλεν ἀμέσως˙ πλὴν ἔστησε δικαστήριον καὶ ἐδίκαζεν αὐτὸς ὡς ἠβούλετο»[2].  


[1] . Ιωάννης Ναθαναήλ. Ευβοεύς κληρικός, αρχιμανδρίτης. Έλαβε ενεργό μέρος στην Επανάσταση του 1821 στην Εύβοια την Αττική και το Μεσολόγγι. Συνέγραψε την ιστορία του Αγώνα και τις απελευθέρωσης, εστιάζοντας κυρίως στην περιοχή της Ευβοίας και στα πέριξ αυτής μέρη, με τον τίτλο «Ευβοϊκά». Πεθαίνοντας το 1890 άφησε όλη του τη βιβλιοθήκη στην Ιερατική Σχολή της Χαλκίδος. Σήμερα μεγάλος αριθμός των βιβλίων του βρίσκεται στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Χαλκίδος.
[2] . Από το βιβλίο του αείμνηστου καθηγητή Ιωάννη φραγκούλα, Σκιαθίτικα, τόμ. Α΄ Ιστορία Σκιάθου, σσ. 139-141




<<πίσω

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Γενική Συνέλευση και Αρχαιρεσίες για το 2012

Την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου τα μέλη του Σωματείου ''Φίλοι του Κάστρου'' πραγματοποίησαν Γενική Συνέλευση. στο Πνευματικό Κέντρο Ιερών Ναών Σκιάθου, για την διεξαγωγή αρχαιρεσιών προς εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου. Το Νέο Διοικητικό Συμβούλιο όπως διαμορφώθηκε την 14η Φεβρουαρίου αποτελείται από τους εξής:

π. Γεώργιος Σταματάς,               Πρόεδρος,
π. Λουκάς Σταμέλος,                 Αντιπρόεδρος,
Κωνσταντίνος Κουτούμπας,      Γενικός Γραμματέας,
Αρετή Μίχου,                             Ταμίας,
Κωνσταντίνος Ιω. Παρίσης,       Μέλος,

και αναπληρωματικά μέλη:
π. Νικόλαος Σταματάς,
Αναστασία Φιλαρέτου.

Με πρόταση του Πρέδρου το Νέο Δ.Σ. προχώρησε σε μείωση της Ετήσιας Συνδρομής στο ποσό των δέκα (10) ευρώ, με ομόρφωνη απόφασή του, ορίστηκαν δε εκπρόσωποι του Σωματείου στις Συνελεύσεις της Διασυλλογικής Επιτροπής Σκιάθου οι Αναστασία Φιλαρέτου και Κωνσταντίνος Κουτούμπας.