Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΑΠΟ
ΤΟΝ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟ ΜΟΡΟΖΙΝΗ, τοῦ Ἐνετοῦ ἱστορικοῦ G.
Brussoni.
«Ἄνοιξη
1660. Ἀπὸ τὴ Μῆλο ὁ Φραγκίσκος Μοροζίνη στράφηκε πρὸς κατάκτηση τοῦ Νεγκροπόντε
(Εὐβοίας), ἀλλ᾿ εὔρισκε πάντοτε
δυσκολίες. Τότε θέλησε νὰ καταλάβει τὴ Σκιάθο ποὺ ἦταν ἕνα ἱσχυρὸ Κάστροἐπάνω
σὲ ὑψηλὸ βράχο καὶ 6 μίλια μακριὰ ἀπὸ τὸ λιμάνι. Ἡ ἐξοχότης του διέταξε νὰ
ὑψωθεῖ τὸ σῆμα τοῦ Ἀρχιστράτηγου στὴν γαλέρα στὴν ὁποία ἦταν ὁ ἴδιος, μαζὶ μὲ
τὸν ἀρχιτροφοδότη τοῦ Στόλου καὶ ἄλλους εὐγενεῖς καὶ ν᾿ ἀρχίσει ἡ ἀπόβαση.
Ὁ στρατὸς κινήθηκε ἀπὸ τὸ λιμάνι μὲ κατεύθυνση πρὸς τὸ
Κάστρο μὲ μεγάλη δυσκολία καὶ κόπο, γιατὶ ὑποχρεώθηκε νὰ περάσει ἀπὸ ἀπότομα
καὶ ὑψηλὰ βουνὰ καὶ στὴ διαδρομὴ αὐτὴ πέθαναν ἀπὸ τὴν κόπωση δέκα
στρατιώτες.Ἔπειτα ἀπὸ εἴκοσι ὧρες πορεία κατόρθωσαν νὰ φτάσουν ἀπέναντι στὸ Κάστρο
καὶ σὲ ἀπόσταση δυὸ μίλια ὁ στρατηγὸς ἔδωσε διαταγὴ νὰ σταθεῖ ὁ στρατὸς καὶ ὁ
ἱππότης Γκρεμόνπιλε προχώρησε γιὰ ἀναγνώριση, νὰ ἐξετάσει τὴ θέση τοῦ Κάστρου
καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ μποροῦσε κανένας νὰ τὸ καταλάβει.
Τὴ νύχτα ὁ Γκρεμόνπιλε ἐπὶ κεφαλῆς τμήματος στρατοῦ ἤρθε κοντὰ
στὸ Κάστρο καὶ ὁ στρατὸς ἔλαβε θέσεις μὲ τὸ σκοπὸ ν᾿ ἀρχίσει τὴν ἄλλη μέρα τὴν ἐπίθεση. Οἱ Τοῦρκοι
καὶ Ἕλληνες μὲ τὶς οἰκογένειές τους εἶχαν κλειστεῖ στὸ Κάστρο, ἐντείχισαν τὴν
πύλη τῆς εἰσόδου καὶ κατάστρεψαν τὴν ξύλινη γέφυρα, ποὺ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὴν
ξηρά, καθὼς καὶ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ πέτρινο τμῆμα τῆς βάσης. Τὸ φρούριο ἦταν
τέτοιο, ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ παρθεῖ μὲ ἀναρρίχηση καὶ χρειαζόταν καιρὸς γιὰ
νὰ τὸ καταλάβει κανένας μὲ ἀνατινάξεις.
Πρὶν ἀρχίσουν οἱ ἐπιχειρήσεις ὁ Μοροζίνι ζήτησε ἀπὸ τοὺς
Τούρκους καὶ Ἕλληνες νὰ παραδοθοῦν καὶ νὰ πληρώσουν χαράτσι. Ἀλλὰ καὶ οἱ δυὸ
ἀπάντησαν, ὅτι στὴ διάθεση τοῦ ἀρχιστράτηγου εἶχαν ἀρκετὲς μπάλλες καὶ
μπαρούτι. Ἔτσι δόθηκε διαταγὴ νὰ χτυπήσουν τὰ ἑπτᾶ συγκροτήματα τῶν κανονιῶν
ποὺ εἶχαν ἀπὸ τἐσσερα καὶ δυὸ κανόνια τὸ καθένα. Καὶ τὸ ἑπόμενο πρωί, ἡμέρα
Σάββατο, πλησίασαν τὰ Κανόνια στὸ φρούριο καὶ ἄρχισαν νὰ ρίχνουν μὲ μπόμπες τῶν
100 καὶ 150. Ἀλλ᾿ οἱ πολιορκούμενοι
ἀντιστάθηκαν ἀρκετὰ καλὰ στοὺς Ἐνετοὺς μὲ τὸ κανονίδι καὶ τὰ μουσκέτα, ἂν καὶ εἶχαν λίγα κανόνια καὶ τοποθετημένα μόνο σὲ
δυὸ θέσεις τοῦ Κάστρου, στὸ μεγάλο πύργο καὶ στὸν πυργίσκο ἐπάνω ἀπ᾿ τὴν πύλη, καὶ τὰ χρησιμοποιοῦσαν κάθε φορὰ
ποὺ τὸ ἐπέτρεπαν οἱ περιστάσεις.
Τὴν Κυριακὴ ἐξακολούθησαν νὰ χτυποῦν τὸ Κάστρο τὰ κανόνια ἀπὸ
τὴν ξηρὰ καὶ ὁ στόλος ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ τὴ Δευτέρα πρωΐ πέτυχαν μὲ τὶς
κανονιές τους νὰ βάλουν φωτιὰ σὲ ἀρκετὰ σπίτια, ἡ ὁποία κράτησε ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ
τὴ νύχτα. Τὴν Τρίτη ὁ ἐνετὸς στρατηγὸς ὕψωσε λευκὴ σημαία καὶ ζήτησε ἀπὸ τοὺς
πολιορκούμενους νὰ παραδοθοῦν πρὶν τοὺς στείλει ὅλους νὰ κατοικήσουν στὸν τάφο.
Οἱ πολιορκούμενοι ἀπάντησαν, ὅτι θὰ παράδιναν τὸ Κάστρο, ἂν τοὺς ἐξασφαλιζόταν
ἡ ἔξοδος μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τὶς γυναῖκες τους, γιατὶ ἀλλιῶς, ὅπως ἐπὶ πλέον δήλωσαν οἱ Ἕλληνες, προτιμοῦσαν
ν᾿ ἀνατιναχθοῦν στὸν ἀέρα μὲ τὶς
γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους, παρὰ νὰ γίνουν σκλάβοι τῶν Ἐνετῶν. Ὁ Μοροζίνι
παραχώρησε τὸ δικαίωμα ἐξόδου μόνο σὲ τριάντα πρόσωπα, ἀλλ᾿ οἱ πολιορκούμενοι ἀπάντησαν, ὅτι δὲν δέχονται
ἄλλους ὅρους. Καὶ ἔτσι ἡ ἀντίσταση συνεχίστηκε.
Οἱ Ἐνετοὶ τότε, ἀφοῦ κατέβασαν τὴ λευκὴ σημαία, ἄρχισαν νὰ
χτυποῦν μὲ μανία τὸ Κάστρο ἀπὸ τὴ θάλασσα μὲ τὰ πλοῖα, καὶ ἀπὸ τὴν ξηρὰ οἱ
κανονιὲς ἔπεφταν βροχή. Τὸ ἀπόγευμα ὁ Μοροζίνη ξανακάλεσε τοὺς πολιορκούμενους
νὰ παραδοθοῦν, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἀπάντησαν μὲ
μεγάλο θάρρος καὶ ἀρνήθηκαν κάθε συζήτηση γιὰ παράδοση. Ξανάρχισαν τότε οἱ
Ἐνετοὶ νὰ χτυποῦν τὸ Κάστρο μὲ μανία ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς συνέχεια ἐπὶ τρεῖς ὦρες.
Ἔγινε πάλι νέα ἀπόπειρα γιὰ παράδοση καὶ οἱ πολιορκούμενοι ἀπάντησαν, ὅτι
κρατοῦσαν γερὰ καὶ ὅτι προτιμότερο ἦταν γιὰ αὐτοὺς νὰ πεθάνουν μέσα στὸ Κάστρο,
παρὰ νὰ δοῦν τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους στὴ σκλαβιά.
Ἄρχισε τότε ἡ ἐπίθεση στὴν τάφρο. Οἱ πολιορκούμενοι ὅμως μὲ
τὰ μουσκέτα καὶ τὶς μπαταριὲς ἔδιναν τὴν ἐντύπωση θύελλας ποὺ ξέσπασε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ
καὶ δὲν τοὺς ἔδωκαν τὴν εὐκαιρία νὰ πετύχουν τίποτε. Σκοτώθηκαν τρεῖς
ἀξιωματικοὶ καὶ ἕξι στρατιῶτες καὶ πληγώθηκαν δώδεκα καὶ ἔτσι ἀναγκάστηκαν νὰ
ἀποτραβηχτοῦν ἀπὸ τὴν τάφρο. Καὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα, Τετάρτη, ξαναάρχισαν νὰ
χτυποῦν τὸ Κάστρο ἀπὸ τὴν ξηρὰ καὶ ἀπὸ τὴ θάλασσα χτυποῦσαν οἱ γαλέρες καὶ οἱ
γαλεάσσες. Καὶ τὴ νύχτα κατὰ τὶς τρεῖς ἔκαμαν ἐπίθεση κατὰ τὶς τάφρου καὶ πλήσίασαν
τὶς πολεμικὲς μηχανὲς γιὰ νὰ τὴν περάσουν καὶ νὰ μποῦν μέσα στὸ φρούριο. Ἀλλ᾿ οἱ πυροβολισμοὶ καὶ οἱ λιθοβολισμοὶ ἀπὸ τὰ
τείχη ἔπεφταν βροχὴ καὶ ἀναγκάσθηκαν πάλι ν᾿
ἀποσυρθοῦν μὲ 14 πληγωμένους στρατιῶτες.
Τὸ ἄλλο πρωΐ ἀποφασίστηκε ὅλος ὁ στρατὸς νὰ ἐπιτεθεῖ στὴν
τάφρο, γιατὶ ὅπως διακήρυξαν οἱ Ἐνετοὶ, προτιμοῦσαν νὰ πεθάνουν παρὰ νὰ
ὀπισθοχωρήσουν. Ἀλλ᾿ οἱ πολιορκούμενοι
ἔδωσαν τὴ λύση, χωρὶς νὰ τὴν περιμένουν οἱ Ἐνετοί. Ὕψωσαν λευκὴ σημαία καὶ
ζήτησαν, ἂν γινόταν δεκτὲς οἱ παραχωρήσεις ποὺ εἶχε κάνει ὁ ἀρχιστράτηγος, ἀλλιῶς
ἦταν ἀποφασισμένοι νὰ πεθάνουν παρὰ νὰ γίνουν σκλάβοι. Ἡ πρόταση μεταφέρθηκε
στὸν Ἀρχηγό, ὁ ὁποῖος ζήτησε νὰ μὴ τοὺς ἐπιτραπεῖ νὰ βγάλουν τίποτε ἔξω ἀπὸ τὸ
Κάστρο.
Τοτε κατέβηκαν μὲ τὸ σχοινὶ ἀπὸ τὸν πυργίσκο ἕνας ἕλληνας καὶ ἕνας ἀγᾶς ἐκ τῶν γενιτσάρων,
οἱ ὁποῖοι παρουσιάστηκαν μπροστὰ στὸν Ἀρχιστράτηγο καὶ ζήτησαν τὴ διαβεβαίωση
τῶν ὑποσχημένων. Τοὺς ἀπάντησε, ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀμφιβάλλουν
καθόλου, ὅτι οἱ ὅροι θὰ τηρηθοῦν ἀκριβῶς. ζήτησαν τ΄’οτε νὰ βγοῦν στὴν
ξηρὰ μὲ τὶς ἀποσκευές τους, ἀλλ᾿ οἱ
Ἐνετοὶ δὲν δέχτηκαν τὴν πρόταση αὐτή. Ζήτησαν κατόπιν νὰ βγοῦν μὲ ὅσα ροῦχα
μποροῦσαν νὰ φέρουν μαζί τους. Καὶ οἱ Ἐνετοὶ δέχτηκαν νὰ μεταφέρει ὁ καθένας τους
ὅσα ρουχικὰ μποροῦσε νὰ σηκώσει στὰ χέρια του, ἀλλ᾿ ὄχι φορτία καὶ δέματα. Ὁ ἀγᾶς ζήτησε ἐπὶ πλέον
γιὰ τὸ διοικητή, τὸν καδῆ καὶ τὸν ἑαυτό του νὰ ἐπιτραπεῖ νὰ βγοῦν μὲ τὰ ὅπλα τους,
σπαθὶ καὶ μουσκέτο, πράγμα ποὺ δέχτηκαν καὶ πάλι οἱ Ἐνετοί. Ἔπειτα τὸν ἕλληνα
καὶ τὸν ἀγᾶ καὶ μαζἰ τοὺς Ἐνετοὺς ἀντιπροσώπους, ποὺ ἦταν ὁ κυβερνήτης Γαβριὴλ
Βέκκια καὶ ὁ κύριος Ρομπάτι, ἀντιπλοίαρχος στὴ γαλέρα τοῦ Ντὲ Γκρεμόνπιλε, τοὺς
τράβηξαν μὲ σχοινιὰ ἀπὸ τὸν πυργίσκο ἐπάνω στὸ Κάστρο.
Ἀφοῦ τακτοποιήθηκε ἡ παράδοση, ἄρχισαν νὰ γεμίζουν μὲ
σάκκους χῶμα τὴν τάφρο καὶ νὰ διορθώνουν τὴ γέφυρα γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσουν μὲ τὴν
ξηρά. Ἡ ἐργασία αὐτὴ κράτησε ὣς τὴν ἄλλη μέρα καὶ χρειάστηκαν 18.000 δέματα.
Ὅταν ἐπισκευάστηκε ἡ γέφυρα βγῆκαν ἀπὸ τὸ Κάστρο, οἱ Τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι ἦταν
146 οἱ ἄνδρες καὶ οἱ γυναῖκες τους περὶ τοὺς 180 καὶ οἱ Ἕλληνες ἦταν 170 καὶ οἱ
γυναῖκες τους περὶ τοὺς 200. Καὶ ὁ καθένας κουβαλοῦσε μαζὶ του ρουχικά. Τότε ὁ
ἐξοχώτατος διέταξε νὰ μπαρκάρουν οἱ Τοῦρκοι μαζὶ μὲ τὶς γυναίκες καὶ τὰ παιδιά τους
στὰ βοηθητικὰ πλοιάρια τοῦ στόλου ποὺ τὰ ρυμοὐλκησαν οἱ γαλέρες καὶ τοὺς ἔφεραν
στὴν ἀπέναντι ξηρά, χωρὶς νὰ τοὺς πειράξει κανένας. Οἱ ἕλληνες ὅμως ἔμειναν στὸ
Κάστρο μὲ τὴν ὑποχρέωση νὰ πληρώνουν χίλια σκοῦδα τὸ χρόνο ὡς χαράτσι.
Στὸ Κάστρο δὲν βρέθηκαν παρὰ λίγα σιτηρὰ καὶ λίγο ἀλεύρι
καὶ ἄλλα μικροπράγματα μικρῆς ἀξίας, γιατὶ οἱ κάτοικοι πρὶν ἀπὸ τὴν πολιορκία
εἶχαν φέρει στὴν ξηρά κάτω ἀπὸ τὰ ἐνδύματά τους κάθε πρᾶγμα ποὺ ἦταν πολύτιμο.
Στὸ μεγάλο πύργο τοῦ Κάστρου βρέθηκε ἕνα κανόνι τῶν 60 ποὺ ἔριχνε πέτρες καὶ στὴν
πύλη ὑπῆρχαν ἀκόμα μιὰ κολομπρίνα τῶν 20, ἑπτᾶ σιδερένια κανόνια καὶ ἄλλα τρία
ὅμοια, ὅλα τῶν 12 καὶ 14 βολῶν. Ἀπὸ τοὺς Ἐνετούς, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ
ἀναφέραμε, σκοτώθηκαν ἕνας συνταγματάρχης καὶ τέσσερις στρατιῶτες»[1].