ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΤΗΣ ΣΚΙΑΘΟΥ .

του Κωνσταντίνου Κουτούμπα, υποψ. διδ. θεολογίας,  -αγιογράφου-καθ. βυζ. μουσικής,
Γενικού Γραμματέως του Δ.Σ. του Συλλόγου ''Φίλοι του Κάστρου''
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Βόρειες Σποράδες ως ένθετο το 2008)




Εικ. 1: Η Σκιάθος του Coronelli. Ο Vincenzo-Maria Coronelli (1650-1718), ιδρυτής της Γεωγραφικής Ακαδημίας των Αργοναυτών στη Βενετία, ανέλαβε να απεικονίσει τις νικηφόρες μάχες των συμπατριωτών του κατά τον Ενετουρκικό πόλεμο (1684-87). Ιερωμένος, κοσμογράφος και πρόεδρος της υδροδυναμικής, πραγματοποίησε πλούσιες χαρτογραφικές εκδόσεις που επηρέασαν την εξέλιξη των έντυπων γεωγραφικών εκδόσεων.
    Τη συγκεκριμένη χαλκογραφία του Κάστρου της Σκιάθου στα χρόνια της Ενετοκρατίας δημοσίευσε το 1697 στο βιβλίο του Τeatro della cita e porti principali dell' Europa, που εξέδωσε στη Βενετία. Φωτογραφία της περιλαμβάνεται στο βιβλίο Τα Σκιαθίτικα Καράβια, Ίδρυμα Θωμά και Βάντας Επιφανιάδη, Ιωλκός, 1995, σελ.26.




            ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

            Το Κάστρο κατά την επικρατέστερη άποψη ιδρύθηκε περί τα μέσα του ΙΔ΄ αιώνα[1], εποχή κατά την οποία η Σκιάθος όπως και άλλα νησιά υπέφερε από τις επιδρομές των πειρατών, ιδίως των Σαρακηνών. Καθώς ήταν απροσπέλαστο από τη θάλασσα και η είσοδος σε αυτό ήταν δυνατή μόνο με την κινητή ξύλινη γέφυρα, που σε έκτακτες περιπτώσεις τραβούσαν προς τα μέσα, το μεσαιωνικό φρούριο εξασφάλισε σχετική προστασία στους κατοίκους του νησιού, όταν εγκατέλειψαν τη βυζαντινή πολίχνη.

Εικ. 2: Το κάστρο της Σκιάθου. Φωτογρ. Αρχείο Κ. Κουτούμπα.


Το Κάστρο αποτελούσε περισσότερο φυσικό οχυρό παρά τεχνητό φρούριο. Πρόκειται για βραχώδη  χερσόνησο αρκετά απόκρημνη περιμετρικά. Για αυτό και στις τρεις πλευρές προς τη θάλασσα περιβάλλεται με ασθενέστερο τείχος[2]. Στο σημείο όπου ενώνεται με τη στεριά χτίστηκαν ισχυρότερα τείχη, η πύλη με τη ζεματίστρα και ο πύργος με το κανόνι, ενώ χώριζε το Κάστρο από τη στεριά βαθιά τάφρος που λαξεύτηκε με τα χέρια[3]. Μέσα στο κάστρο τα σπίτια ήταν χτισμένα ασφυκτικά το ένα δίπλα στο άλλο, μικρά και σκοτεινά[4]. Οι κατά καιρούς περιηγητές αναφέρουν ότι υπήρχαν 400 σπίτια, ενώ ο πληθυσμός κυμαινόταν από 500 έως 1500 άτομα. Υπήρχαν ακόμη περί τις 20 εκκλησίες με τέσσερεις ενορίες, δεξαμενές ύδατος, στέρνες, λουτρά και η Καγκελαρία, έδρα του ενετού διοικητή. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας φτιάχτηκε το Τουρκικό διοικητήριο και το Τζαμί χωρίς μιναρέ, για τις ανάγκες του Αγά και των λιγοστών Τούρκων που ζούσαν στο νησί. Μαρτυρείται επίσης η ύπαρξη δύο αμυντικών πύργων και μικρών πυργίσκων[5].


Εικ. 3: Ο πυργίσκος της πύλης με τα χαμηλά τείχη. Φωτογρ. Αρχείο Κ. Κουτούμπα.


‘‘Χάρτης Ελληνικού Αρχιπελάγους (1421). Ο δημιουργός του χάρτη είναι ο Francesco de Cesanis, απεικονίζει τα σημαντικότερα λιμάνια του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Οι διάφορες πόλεις είναι χρωματισμένες ενδεχομένως σαν ένδειξη του εξουσιαστή τους. Απεικονίζονται και οι σημαίες των σημαντικότερων κρατών της εποχής. Η σημαία της Κωνσταντινούπολης με τον σταυρό και τα 4 "Β", η λευκή με τον ερυθρό σταυρό της Γένοβας, ο αετός της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, ο λέοντας της αρμενικής Κιλικίας και οι σημαίες με το "άστρο του Δαβίδ" (ή την "ασπίδα του Σολομώντα" για τους μωαμεθανούς) που φαίνεται ότι ήταν εκτός από το σύμβολο του Εμιράτου των Καραμανιδών (Karamanoğlu) και το σύμβολο κάποιου άλλου σελτζούκικου εμιράτου της Μ.Ασίας’’ (Από το ιστολόγιο Montibus descendum - ξεχασμένες πτυχές της Ελληνικής ιστορίας).


Το μεσαιωνικό φρούριο βρισκόταν υπό την βυζαντινή κυριαρχία μέχρι την άλωση. Το 1453 το ανέλαβαν υπό την προστασία τους οι Ενετοί, με την προϋπόθεση να τηρήσουν τα παλαιά προνόμια των Ενετών Γκίζι[6]. Το 1538 κατέλαβε το Κάστρο ο Καπουδάν πασάς του Τουρκικού στόλου Χαϊρρεντίν Μπαρμπαρόσα. Παρέμεινε στην Τουρκική κατοχή έως το 1821, ενώ το 1660 για ένα μικρό διάστημα επέστρεψε στους Ενετούς μετά την πολιορκία του Φραγκίσκου Μοροζίνι[7].

Εικ. 4: Χαλκογραφία του Αλγερινού Καπουδάν Πασά Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, από το βιβλίο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., τ. Ι΄, 1974, σελ. 78. Η μητέρα του ήταν Ελληνίδα από τη Λέσβο.


Εικ. 5: Ο Φραγκίσκος Morosini πολιόρκησε το Κάστρο της Σκιάθου από θάλασσα και στεριά για οκτώ ημέρες, μεταφέροντας στρατό και κανόνια από τη νότια πλευρά της Σκιάθου ως το Κάστρο, μέσα από δύσβατα μονοπάτια, όπου δέκα στρατιώτες πέθαναν από κόπωση. Λεπτομέρεια από γκραβούρα εποχής του 1668, όπου εικονίζεται ο Φραγκίσκος Morosini. Από το βιβλίο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., τ. Ι΄, 1974, σελ. 345.


Η ζωή ήταν αρκετά δύσκολη λόγω των ληστρικών επιδρομών και της πειρατείας. Η έξαρση της πειρατείας στο Αιγαίο τον ΙΖ΄ αιώνα από Λιβορνέζους, Ιωαννίτες ιππότες, Τούρκους και Έλληνες πειρατές έκανε τα πράγματα δυσκολότερα. Η πειρατεία συνεχίστηκε μέχρι το 1829 με το πλιάτσικο. Έτσι το 1771 ο Αλέξιος Ορλώφ λαφυραγωγεί τις Σποράδες, ενώ ο Γιώργης Τζόγκανος εισβάλλει στο Κάστρο και το λεηλατεί, πυρπολώντας την Καγκελαρία του νησιού και μαζί τα μεσαιωνικά αρχεία του Φρουρίου[8]. Υποφέρουν από τους Ολύμπιους επαναστάτες, τους Λιάπηδες, που εγκαθίστανται στο νησί. Το 1826 κυριεύει το φρούριο ο Τσάμης Καρατάσσος και το λαφυραγωγεί οικτρά[9]

Εικ. 6: Το καλντερίμι έξω από το Κάστρο. Πόσα έχει να διηγηθεί. Φωτογρ. Αρχείο Κ. Κουτούμπα.

Εικ. 7: Ίχνη από πατημασιές αλόγου, στο καλντερίμι έξω από το Κάστρο. Κατά την λαϊκή παράδοση οι ντόπιοι άκουγαν τα βήματα του Αγίου Γεωργίου με το άλογό του, μέσα στη νύχτα. Θεία παρηγοριά στον ανθρώπινο φόβο. Φωτογρ. Αρχείο Κ. Κουτούμπα.


Εικ. 8: Νόμισμα εποχής όπου εικονίζεται ο Χαϊρεντίν Μπαρπαρόσσα.
  Από την άλλη μεριά οι κατά καιρούς προστάτες, τόσο οι Ενετοί όσο και οι Τούρκοι  καταδυνάστευαν τους κατοίκους χωρίς να παρέχεται η παραμικρή ασφάλεια. Ορισμένοι Ενετοί ραίκτωρες ήταν τόσο καταπιεστικοί, που η αγανάκτηση των κατοίκων ήταν τέτοια, ώστε να φτάσουν στην αποτρόπαια πράξη να παραδώσουν το Κάστρο στον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, δολοφονώντας τον ενετό διοικητή που είχε τραυματιστεί στην μάχη, πράγμα που πλήρωσαν με τη ζωή τους[10] Αλλά και με τους Τούρκους τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν. Πλήρωναν χαράτσι κοντά στα 18.000 γρόσια ετησίως, ενώ ήταν υποχρεωτική η ναυτολογία στον Τουρκικό στόλο που μεταβλήθηκε αργότερα σε φόρο, τα μελαχικά[11]. Ωστόσο δεν παρείχετο καμιά ασφάλεια στη θάλασσα. Μόνο τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας οι σκιαθίτες κατόρθωσαν και ξεκίνησαν να ασχολούνται με την ναυσιπλοΐα, αποκτώντας δικά τους πλοία, αρκετοί δε συμμετείχαν στα προεπαναστατικά κινήματα και την επανάσταση του 1821[12].
Εικ. 9: Το μπαϊράκι του Χαϊρεντίν Μπαρπαρόσσα. πηγή: www.allstates-flag.com


            Το 1829 οι Σκιαθίτες εγκατέλειψαν το κάστρο και επέστρεψαν στην παλαιά βυζαντινή πολίχνη, τη σημερινή πόλη της Σκιάθου. Φεύγοντας όμως δεν πήραν μόνο το νοικοκυριό τους. Αφαίρεσαν από τα σπίτια και άλλα κτήρια, όσα οικοδομικά υλικά μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ξανά, όπως κουφώματα, παράθυρα, πόρτες, σκεπές, ξυλεία. Για αυτό το Κάστρο ερήμωσε απότομα. Από τις 20 περίπου εκκλησίες και τα πεντακόσια σπίτια σήμερα σώζονται οι δύο ενοριακοί ναοί, ο ναός της Γεννήσεως του Χριστού και ο Άγιος Νικόλαος, ανακαινίστηκαν άλλες δύο, του Αγίου Βασιλείου και της Αγίας Μαρίνας, το Τζαμί του Τουρκικού διοικητηρίου, η δεξαμενή πόσιμου νερού στην είσοδο και η στέρνα ομβρίων υδάτων στο Χριστό, η πύλη με τη ζεματίστρα και τείχη περιμετρικά του Κάστρου, ενώ σε καλή κατάσταση βρίσκονται οι πολεμίστρες χαμηλά στο Β άκρο της χερσονήσου. Ο σεισμός του 1989 προκάλεσε αρκετές ζημιές στα τείχη και την πύλη του Κάστρου, από την οποία κατέρρευσε επιγραφή σε πορώδη λίθο που αναφερόταν σε ανακαίνιση του φρουρίου με ασαφή ημερομηνία ΄΄ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΘΗ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΣΤΡΟΝ ΕΝ ΕΤΕΙ 16…΄΄,  την οποία ο Καθηγητής Ιωάννης Φραγκούλας τοποθετεί το 1619, αντλώντας πληροφορίες από παλαιό έγγραφο[13].


Εικ. 10: Η πύλη του Κάστρου. Φωτογρ. Αρχείο Κ. Κουτούμπα.
Εικ. 11: Η ζεματίστρα της εισόδου. Φωτογρ. Αρχείο Κ. Κουτούμπα.


            Οι δύο Λόγιοι του νησιού Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, αναφέρονται με νοσταλγία στο Κάστρο και αφιερώνουν διηγήματά τους, καθώς ήταν για αυτούς πηγή έμπνευσης. Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει το Κάστρο στα εξής: ‘‘Στο Χριστό στο Κάστρο’’, ‘‘Τα Κρούσματα’’, ‘‘Τα μαύρα κούτσουρα’’, ‘‘Ο αβασκαμός του Αγά’’, ‘‘Ο γάμος του Καραχμέτη’’, ‘‘Ο Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου’’, ‘‘Το Χατζόπουλο’’, ο ‘‘Φτωχός Άγιος’’, ‘‘Επιμυθείς εις τον βράχον, ο Χαραμάδος’’
Του Μωραϊτίδη ‘‘Η θειά Μυγδαλίτσα’’, η ‘‘Αλτανού’’, ο ‘‘Σκαλικάνδζαρος’’ αντλούν το θέμα τους από το παλαιό φρούριο.
           
Εικ. 12: Το τζαμί του Τουρκικού Διοικητηρίου. Φωτογρ. Αρχείο Κ. Κουτούμπα.

 Κ.Ι.Κ.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Αλεξίου Αλέξη Δημ., Σκιάθος, Η αρχιτεκτονική των μεταβυζαντινών μνημείων, Θεσσαλονίκη 1996.

Ευαγγελίδου Τρύφωνος Ε., Η νήσος Σκίαθος, τυπογραφείον Δ. Γ. Ευστρατίου και Δ. Δέλη, Αθήναι 1913.

Αρχείο Μέλπως και Octave Merlier 3,  Παπαδιαμάντης και Σκιάθος (φωτογραφίες από το αρχείο Merlier),  Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών , Αθήνα, 1991.

Μηναίον Μαρτίου, Φως, Αθήνα, 1991.

Μωραϊτίδη Αλ. , Άπαντα, Γνώση και Στιγμή, Αθήνα, 1990.

Παπαδιαμάντη Αλ., Άπαντα, Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, Αθήνα.

Τριανταφυλλοπούλου Δημ. Δ., ‘‘Πελιδνός ο παράφρων τύραννος’’ (Αρχαιολογικά στον Παπαδιαμάντη), Νεφέλη, σειρά Οι Νεότεροι για τον Παπαδιαμάντη 6, Αθήνα 1999.

Φραγκούλα Ιω., Σκιαθίτικα τ. Α΄., Ιστορία της Σκιάθου, Ιωλκός , Αθήνα 1978.

Φραγκούλα Ιω., Πνευματική Θεώρηση της Σκιάθου, Ώρες, Ν. Ιωνία Μαγνησίας, 1995.

Liddell & Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης, τ. 1ος, Αν. Κωνσταντινίδου, Αθήναι 1901.






[1] . Σε αυτή συμφωνούν οι Αλεξ. Παπαδιαμάντης, Αλεξ. Μωραϊτίδης, CFredrich, Γ. Αποστολίδης, CBursian, Ιω. Φραγκούλας. Αντίθετα ο Τρύφων Ευαγγελίδης υποθέτει πως ιδρύθηκε προ του 1207. βλ. εκτενέστερα Ιω. Φραγκούλα, Σκιαθίτικα, τ. Α΄, σελ. 43-44 και σελ. 87.
[2] . Τρ. Ευαγγελίδη, Η νήσος Σκίαθος, σελ. 40.
[3] . Ιω. Φραγκούλα, Σκιαθίτικα, τ. Α΄, σελ. 41.
[4] . Ιω. Φραγκούλα, Σκιαθίτικα, τ. Α΄, σελ. 45.
[5] . Ιω. Φραγκούλα, Σκιαθίτικα, τ. Α΄, σελ. 136.
[6] . Ιω. Φραγκούλα, Σκιαθίτικα, τ. Α΄, σελ. 89.
[7] . Ιω. Φραγκούλα, Σκιαθίτικα, τ. Α΄, σελ. 45.
[8] .  Ιω. Φραγκούλα, Σκιαθίτικα, τ. Α΄, σελ. 47.
[9] .  Ιω. Φραγκούλα, Σκιαθίτικα, τ. Α΄, σελ. 48.
[10] . Ιω. Φραγκούλα, Σκιαθίτικα, τ. Α΄, σελ. 88-90.
[11] . Ιω. Φραγκούλα, Σκιαθίτικα, τ. Α΄, σελ. 91-92.
[12] . Ιω. Φραγκούλα, Σκιαθίτικα, τ. Α΄, σελ. 95-113.
[13] . Ιω. Φραγκούλα, Σκιαθίτικα, τ. Α΄, σελ. 44.